- κατασχέτω
- κατάσχετοςheld backmasc/fem/neut nom/voc/acc dualκατάσχετοςheld backmasc/fem/neut gen sg (doric aeolic)κατέχωhold fastaor imperat act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατασχέτω — κατάσχω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστωτικός τ. τού κατάσχω από τον αόρ. κατέσχεσα υποχωρητικά κατά το σχήμα έθεσα: θέτω] … Dictionary of Greek